top of page

Επισιτιστική ασφάλεια και πράσινες πολιτικές, ή αλλιώς, χωρίς τη φύση δε θα έχουμε τροφή


Σύμφωνα με τον ορισμό των Ηνωμένων Εθνών, «επισιτιστική ασφάλεια υπάρχει όταν όλοι οι άνθρωποι έχουν, ανά πάσα στιγμή, φυσική και οικονομική πρόσβαση σε επαρκή, ασφαλή και θρεπτική τροφή που καλύπτει τις διατροφικές τους ανάγκες και τις διατροφικές τους προτιμήσεις για μια δραστήρια και υγιεινή ζωή».

Τέσσερις είναι οι διαστάσεις της επισιτιστικής ασφάλειας:

1. η διαθεσιμότητα επαρκών ποσοτήτων τροφίμων κατάλληλης ποιότητας, που παρέχονται μέσω εγχώριας παραγωγής, εισαγωγών, ή ακόμα και επισιτιστικής βοήθειας,

2. η πρόσβαση σε επαρκείς πόρους για την απόκτηση κατάλληλων τροφίμων για μια θρεπτική διατροφή,

3. η χρήση, η οποία σχετίζεται με τη διατροφική ευημερία ενός ατόμου μέσω της κατάλληλης διατροφής, του καθαρού νερού, της υγιεινής και της υγειονομικής περίθαλψης και

4. η σταθερότητα, δηλαδή η συνθήκη με την οποία πληρούνται επαρκώς οι διαστάσεις της διαθεσιμότητας, της πρόσβασης και της χρήσης, και στην οποία ολόκληρο το σύστημα είναι σταθερό, διασφαλίζοντας ότι τα άτομα ή τα νοικοκυριά είναι επισιτιστικά ασφαλή ανά πάσα στιγμή.

Εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ αντιμετωπίζουν σήμερα κάποιο βαθμό επισιτιστικής ανασφάλειας, η οποία όμως δεν αφορά στην έλλειψη διαθεσιμότητας ή πρόσβασης σε ασφαλή τρόφιμα που να καλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες, αλλά στην οικονομική προσιτότητα των τροφίμων αυτών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2021, το 7,3% του πληθυσμού της ΕΕ και το 1/6 των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια, δεν ήταν σε θέση να αντέξει οικονομικά ένα γεύμα με κρέας, ψάρι, ή ένα αντίστοιχο για χορτοφάγους, κάθε δεύτερη μέρα. Το γεγονός αυτό επιδεινώθηκε περαιτέρω λόγω των κρίσεων της πανδημίας COVID-19 και του πολέμου στην Ουκρανία.



Όσον αφορά στη σχέση της επισιτιστικής ασφάλειας με την κλιματική κρίση, τα επιστημονικά δεδομένα είναι σαφή: τα συστήματα τροφίμων και το κλίμα είναι αλληλένδετα, με την κλιματική αλλαγή να επηρεάζει άμεσα τα συστήματα τροφίμων και το αντίστροφο. Έτσι, οι καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα, όπως οι πλημμύρες και οι πυρκαγιές, γίνονται ολοένα και πιο συχνές και αποτελούν σημαντική απειλή για τη σταθερότητα των παγκόσμιων, εθνικών και τοπικών συστημάτων τροφίμων. Από την άλλη πλευρά, τα μη βιώσιμα συστήματα τροφίμων μπορούν να προκαλέσουν αποψίλωση των δασών και υποβάθμιση του εδάφους και να συμβάλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη, με την παραγωγή τροφίμων να ευθύνεται για έως και το 26% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών αυτών (82%) να αφορούν στη γεωργία.



Δεν προκαλεί, επομένως, έκπληξη το γεγονός ότι η Σύνοδος Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για τα Συστήματα Τροφίμων, το 2021, ζήτησε παγκόσμια δράση για την επίτευξη πιο βιώσιμων, υγιεινών, υπεύθυνων και δίκαιων συστημάτων τροφίμων. Η οικοδόμηση ενός πιο βιώσιμου και ανθεκτικού συστήματος τροφίμων θα εξασφαλίσει επαρκή πρόσβαση σε μια υγιεινή διατροφή και θρεπτικά τρόφιμα για όλους, θα συμβάλει στην κάλυψη των αυξανόμενων απαιτήσεων ενός μεταβαλλόμενου κλίματος και του αυξανόμενου πληθυσμού και, παράλληλα, θα μειώσει την απώλεια και τη σπατάλη τροφίμων.


Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της φύσης και του αντίκτυπου αυτής της παγκόσμιας μετάβασης, με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη θα γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος μέχρι το 2050. Η Στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» και η «Στρατηγική της ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030», στο καρδιά της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, απαιτούν τη δημιουργία βιώσιμων συστημάτων διατροφής με λιγότερα φυτοφάρμακα και τη μετάβαση σε υγιεινές και βιώσιμες δίαιτες, αναγνωρίζοντας τη στενή σχέση μεταξύ υγιών ανθρώπων, υγιών κοινωνιών και ενός υγιούς πλανήτη.




Στο ίδιο πλαίσιο, η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) 2023-2027 αποσκοπεί στην ενίσχυση ενός βιώσιμου και ανταγωνιστικού γεωργικού τομέα. Φιλοδοξεί να συμβάλει στο μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και στην προσαρμογή σε αυτήν, στη βιώσιμη ανάπτυξη και την αποτελεσματική διαχείριση των φυσικών πόρων, στην προστασία της βιοποικιλότητας, την ενίσχυση των οικοσυστημικών υπηρεσιών και τη διατήρηση οικοτόπων και τοπίων, με στόχο να καλύψει τις απαιτήσεις της κοινωνίας που αφορούν στα τρόφιμα και την υγεία, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για ασφαλή, θρεπτικά και βιώσιμα τρόφιμα, καθώς και για καλή μεταχείριση των ζώων. Στο πλαίσιο της εφαρμογής της νέας ΚΑΠ, κάθε κράτος μέλος έχει εκπονήσει ένα Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο (ΕΣΣ) το οποίο περιλαμβάνει μια εργαλειοθήκη μέτρων πολιτικής, διαμορφωμένα με βάση τις εθνικές ανάγκες και δυνατότητες. Το Δεκέμβριο του 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση για την αξιολόγηση της κοινής προσπάθειας όλων των Εθνικών Στρατηγικών Σχεδίων για την ΚΑΠ, με ιδιαίτερη έμφαση στη συλλογική φιλοδοξία για την επίτευξη των στόχων της «Πράσινης Συμφωνίας». Για την Ελλάδα, τα δομικά στοιχεία της «πράσινης αρχιτεκτονικής» του ΕΣΣ της είναι η ενισχυμένη αιρεσιμότητα και τα οικολογικά σχήματα (Πυλώνας Ι), οι παρεμβάσεις για το κλίμα και το περιβάλλον (Πυλώνας ΙΙ) και οι περιβαλλοντικές δράσεις στο πλαίσιο των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του τομέα των οπωροκηπευτικών.



Στο πλαίσιο της Στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η Επιτροπή ανακοίνωσε επίσης την πρόταση Κανονισμού για τη Βιώσιμη Χρήση των Φυτοφαρμάκων, ενώ μέχρι το τέλος του 2023, αναμένεται η ανακοίνωση της νέας πρότασης κανονισμού για Βιώσιμα Συστήματα Τροφίμων. Η πρόταση Κανονισμού για τη Βιώσιμη Χρήση των Φυτοφαρμάκων επιβεβαιώνει τον στόχο που καθιερώνεται στη Στρατηγική, για μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων κατά 50% έως το 2030, με τη θέσπιση σαφέστερων και άμεσα εφαρμοστέων κανόνων για τις επιχειρήσεις- συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την εφαρμογή της ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας, για τους περιορισμούς στη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και για τις επιθεωρήσεις του σχετικού εξοπλισμού.


Ο νέος κανονισμός για τα Βιώσιμα Συστήματα Τροφίμων, θα έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι όλα τα τρόφιμα που διατίθενται στην αγορά της ΕΕ γίνονται όλο και περισσότερο βιώσιμα - τα προϊόντα διατροφής, οι διαδικασίες και τα πρότυπα κατανάλωσης θα πρέπει να αλλάξουν, διασφαλίζοντας την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των φυτών, την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων και, ταυτόχρονα, τη βελτίωση των εισοδημάτων των πρωτογενών παραγωγών. Έτσι, ο νέος κανονισμός θα καλύπτει τα συστήματα τροφίμων στο σύνολό τους, από θέματα προμήθειας και κατανάλωσης τροφίμων, μέχρι και την ενδυνάμωση των καταναλωτών ώστε να κάνουν φιλικές προς το περιβάλλον και υγιεινές επιλογές τροφίμων. Και, φυσικά, θα διασφαλίζει ότι τα πρότυπα παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης λειτουργούν εντός πλανητικών ορίων, συμβάλλοντας στην προστασία και αποκατάσταση των φυσικών πόρων και των οικοσυστημάτων, εξασφαλίζοντας αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.


Παράλληλα με τη νομοθεσία για τη Βιώσιμη Χρήση Φυτοφαρμάκων και για τα Βιώσιμα Συστήματα Τροφίμων και στα πλαίσια της «Στρατηγικής για τη Βιοποικιλότητα», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης υποβάλει πρόταση Κανονισμού για την Αποκατάσταση της Φύσης. Ο κανονισμός αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία, μια και η ευρωπαϊκή φύση δεν είναι σε καλή κατάσταση και έχει δείξει ελάχιστα σημάδια βελτίωσης τα τελευταία χρόνια (έκθεση IPBES και έκθεση IPCC): ο ρυθμός υποβάθμισης των οικοσυστημάτων, ο οποίος οδηγεί και στην εξαφάνιση απειλούμενων ειδών, είναι πρωτοφανής και επιταχύνεται ακόμα περισσότερο λόγω της εντατικοποίησης των χρήσεων γης. Έτσι, εκτιμάται ότι η έκταση των προστατευόμενων οικοτόπων που χρήζουν αποκατάστασης στην Ευρώπη είναι τουλάχιστον 259.000 km2. Συνολικά, τα μέτρα αποκατάστασης της φύσης θα πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον το 20% των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών της ΕΕ έως το 2030 και όλα τα οικοσυστήματα που χρειάζονται αποκατάσταση έως το 2050. Η αποκατάσταση και η διατήρηση της φύσης αποτελεί λοιπόν μοναδική ευκαιρία να αναληφθεί σοβαρή δράση για το κλίμα και τη βιοποικιλότητα. Θα συμβάλει στη μακροπρόθεσμη επισιτιστική ασφάλεια και στην ανθεκτικότητα της παραγωγής τροφίμων, και θα αποφέρει πολλά κοινωνικοοικονομικά οφέλη, όπως οι βιώσιμες θέσεις εργασίας, οι ευκαιρίες αναψυχής και οφέλη για την ανθρώπινη υγεία.


Τα επιστημονικά στοιχεία που αποδεικνύουν τη σημασία των Βιώσιμης Χρήσης των Φυτοφαρμάκων, των Βιώσιμων Συστημάτων Τροφίμων και της Αποκατάστασης της Φύσης είναι αδιαμφισβήτητα. Ωστόσο, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκμεταλλευόμενα τις τρέχουσες κρίσεις, υπονομεύουν τις περιβαλλοντικές φιλοδοξίες της ΕΕ και, στο όνομα της επισιτιστικής ασφάλειας, πιέζουν για μεγαλύτερη παραγωγή μέσω της αυξημένης χρήσης επιβλαβών γεωργικών εισροών. Πιο συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στη συνέλευσή του στο Μόναχο τον περασμένο μήνα, ενέκρινε ψήφισμα με τίτλο «Το όραμα του ΕΛΚ για τη γεωργία στην Ευρώπη», με το οποίο απορρίπτει τόσο την πρόταση του νέου Κανονισμού για τη Βιώσιμη χρήση των Φυτοφαρμάκων (SUR), όσο και τον προτεινόμενο νόμο για την Αποκατάσταση της Φύσης, τα δύο βασικά περιβαλλοντικά νομοσχέδια που περιγράφηκαν παραπάνω. Το ΕΛΚ και μια πλειοψηφία της φιλελεύθερης ομάδας Renew προτίμησαν τους πολιτικούς διαπληκτισμούς και ένωσαν τις φωνές τους με εκείνες της ακροδεξιάς - επέλεξαν την παραπληροφόρηση και τελικά δεν θέλησαν να υπερασπιστούν το γενικό συμφέρον. Η στάση του κόμματος έχει σχολιαστεί αρνητικά τόσο από την Αριστερά, όσο και από τους Πράσινους και τους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.


Στον αντίποδα, ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία Επίτροπος Φρανς Τίμερμανς, προειδοποίησε ότι η Ευρώπη και ο υπόλοιπος πλανήτης αντιμετωπίζουν «έναν κίνδυνο οικοκτονίας που αποτελεί απειλή για την επιβίωση της ανθρωπότητας», προσθέτοντας ότι «δεν έχουμε την πολυτέλεια ενός διαλείμματος». Τόνισε επίσης τον κίνδυνο να «κλείσουμε τα μάτια μας στην επιστημονική πραγματικότητα» και προειδοποίησε ότι «η δημιουργία ενός αντίθετου αφηγήματος στην επείγουσα αντιμετώπιση της συζήτησης για την κλιματική αλλαγή υποκινεί περαιτέρω πολιτιστικούς πολέμους εντός της ΕΕ».

Γεγονός είναι πως δεν έχουμε άλλο χρόνο να χάσουμε, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρά την κρίση της βιοποικιλότητας και την κλιματική κρίση. Τα διατροφικά μας συστήματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την υγεία του φυσικού μας περιβάλλοντος και η απώλεια της βιοποικιλότητας αποτελεί σοβαρή απειλή για την ικανότητά μας να παράγουμε τρόφιμα με βιώσιμο τρόπο. Είναι λοιπόν απαραίτητο να δοθεί προτεραιότητα στην προστασία και την αποκατάσταση της φύσης, ως θεμελιώδη πυλώνα της στρατηγικής μας για την επισιτιστική ασφάλεια. Με τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας, τη βελτίωση της υγείας του εδάφους και την εφαρμογή πρακτικών βιώσιμης διαχείρισης της γης και των υδάτων δημιουργούμε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον για την ευημερία των αγροτών και μπορούμε να διατηρήσουμε ανθεκτικά και άφθονα τρόφιμα για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές.

«Χωρίς τη φύση δεν θα έχουμε τροφή»

Αυτό είναι το σύνθημα που μας δείχνει το δρόμο για τη διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας στην Ευρώπη, για την ευημερία των αγροτών μας, για τη βιώσιμη ανάπτυξη των αγροτικών μας περιοχών και για την προστασία των καταναλωτών.



Με άλλα λόγια, το να μην εγκαταλείψουμε τους μακροπρόθεσμους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας είναι το πιο σημαντικό εργαλείο μας προκειμένου να μεταμορφώσουμε τα συστήματα τροφίμων μας με δίκαιο τρόπο και να τα κάνουμε πιο ανθεκτικά και βιώσιμα, για να διαχειριστούμε με επιτυχία ζητήματα επισιτιστικής ασφάλειας σε περιόδους κρίσεων και για να συμβάλλει η ΕΕ, στο βαθμό που της αναλογεί, στην επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) του ΟΗΕ.


bottom of page