Η Πράσινη Μετάβαση θα πετύχει μόνο αν είναι μία Δίκαιη Μετάβαση, αν απαντήσει στα αιτήματα της εποχής με όρους Κοινωνικής και επομένως Κλιματικής και Ενεργειακής Δικαιοσύνης. Η ανισότητα, η ακραία φτώχεια, οι πανδημίες, οι δασικές πυρκαγιές που δεν σβήνουν και οι βροχοπτώσεις που υπερβαίνουν τα όρια ακόμα και των Γερμανικών υποδομών σπέρνοντας το θάνατο, είναι όλα απότοκα ενός οικονομικού συστήματος που απέτυχε, γιατί απεδείχθη ελλιπές, όσο και κίβδηλο στις παραδοχές του.
Η πανδημία απέδειξε πως δεν υπάρχει κανένα μαγικό χέρι της αγοράς που μπορεί να τα λύσει όλα. Τα trickle-down economics ήταν μία υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε ποτέ, ενώ η ρητορική για τα δήθεν ανυπέρβλητα εμπόδια στη διεθνή συνεργασία κατέπεσε μία φορά με την πανδημία και άλλη μία μέσα στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα, όταν ΗΠΑ και Κίνα αναζήτησαν όσα τους ενώνουν, αντί να επικεντρωθούν σε όσα σημαντικά τους χωρίζουν. Οι τελευταίοι που μένει να κατανοήσουν τις μεγάλες αυτές αλλαγές, είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός και οι υπουργοί του, που ζουν ακόμα στην εποχή της Έκθεσης Πισσαρίδη. Αλήθεια, σε ποιο κεφάλαιο της Έκθεσης που δημοσιεύτηκε μόλις πέρσι προβλέπονται όσα πρέπει να συμβούν στη βόρεια Εύβοια μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού που μας πέρασε; Σε ποιο κεφάλαιο προβλέπονται οι νέες πολιτικές που χαράζονται καθημερινά μακριά από το Σύμφωνο Σταθερότητας, δομώντας ένα Σύμφωνο Βιώσιμης Ανάπτυξης με τον πολίτη στο επίκεντρο;
Η απορρύθμιση κράτους και αγοράς που συντελέστηκε τις περασμένες δεκαετίες, με σημαντικές ευθύνες και των προοδευτικών δυνάμεων, κατέληξε σε έναν κανιβαλιστικό καπιταλισμό που καταβροχθίζει τους περιορισμένους πόρους του πλανήτη, δηλητηριάζει νερό, γη και αέρα, αποδυναμώνει το κράτος πρόνοιας, εκτινάσσει τις ανισότητες και μετατρέπει την παιδεία σε εμπορικό προϊόν αντί για κοινό αγαθό.
Στη Διάσκεψη της Γλασκώβης οι διαδηλωτές ζητούσαν δικαιοσύνη και προοπτική, με τα κράτη που μετείχαν να δίνουν νέα πνοή στη Συμφωνία του Παρισιού, μέσα από την ολοκλήρωση της πολιτικής για να μην ξεπεράσει η υπερθέρμανση του πλανήτη τον 1,5οC. Τα ορυκτά καύσιμα ορίστηκαν και επισήμως ως πηγή του προβλήματος, ενώ σημειώθηκε σημαντική πρόοδος σε ό,τι αφορά τη μεταφορά πόρων στην προσαρμογή για τις αλλαγές που έχουν ήδη συντελεστεί και καθιστούν τις υποδομές μας ανεπαρκείς, αλλά και στην αποζημίωση όσων πλήττονται από την κλιματική αλλαγή.
Οι 13 ευρωβουλευτές που εκπροσωπήσαμε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη Διάσκεψη πήγαμε με αποστολή να στηρίξουμε το πιο ολοκληρωμένο, προοδευτικό και φιλόδοξο ψήφισμα του κόσμου. Συναντηθήκαμε και μιλήσαμε με όλους, από τις μεγαλύτερες χώρες μέχρι τις μικρότερες, για να διαπιστώσουμε τόσο το μέγεθος του προβλήματος, όσο και την αποφασιστικότητά τους. Όλοι δεσμεύτηκαν πως φεύγουν από τη Γλασκώβη με τους νέους στόχους στις αποσκευές τους για να επιστρέψουν στην επόμενη COP, σε έναν χρόνο, με νέες με εθελούσιες δράσεις. Η κινητικότητα είναι τεράστια και ‘από τα κάτω’ και ‘από τα πάνω’.
Οι ριζοσπαστικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν το επόμενο διάστημα είναι απαραίτητες. Για να προχωρήσουν πρέπει να γίνουν κτήμα όλων, μέσα από μία δημόσια επεξεργασία και διαβούλευση, στο πλαίσιο ενός ανοιχτού εθνικού διαλόγου. Η πρακτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη να συζητάει τις προθέσεις της μόνο πίσω από κλειστές πόρτες με επιλεγμένους συνομιλητές και να αιφνιδιάζει με τα ημιτελή νομοσχέδια της, μπορεί να εξυπηρετεί τις κομματικές ανάγκες του Πρωθυπουργού, αλλά βλάπτει τη χώρα, καλλιεργώντας το έδαφος για δυσπιστία, δημιουργώντας ουσιαστικά προβλήματα εφαρμογής και άρα μεγάλες καθυστερήσεις.
Ο Κλιματικός Νόμος είναι το τελευταίο παράδειγμα, αφού προετοιμάζεται για μήνες ως επτασφράγιστο μυστικό, ενώ το μόνο που έχουμε δει μέχρι σήμερα είναι μία παρουσίαση 25 σελίδων κατά την προσφιλή πρακτική της κυβέρνησης, με μόνη είδηση τη χρονική μετάθεση της απολιγνιτοποίησης. Τι θα γίνει όταν επαγγελματικές ομάδες, τοπικές κοινωνίες και πολίτες αντιδράσουν γιατί δικαίως θα αισθανθούν πως δεν εισακούονται, πως ουδείς τους αντιλαμβάνεται ως κάτι περισσότερο από χειροκροτητές σε κάποια πρωθυπουργική περιοδεία.
Πώς προτίθεται η κυβέρνηση να ικανοποιήσει τις ανάγκες όσων αρνείται να συναντήσει, όσων ακυρώνει ως συνομιλητές; Πώς εξηγείται η επιλογή να συζητείται το Ταμείο Ανάκαμψης με Γερμανούς ευρωβουλευτές από το Λαϊκό Κόμμα, αλλά όχι με τους Έλληνες - πολιτικούς και μη; Και τέλος, πόση αυτοπεποίθηση νιώθει το σημερινό Μαξίμου για να μην συνομιλεί με κανέναν; Ή μήπως η απάντηση είναι πιο απλή, πως δεν συνομιλεί μαζί τους γιατί δεν ενδιαφέρεται για την άποψη όσων αποκλείει από το διάλογο;
Η πιο βασική αρχή της Πράσινης Μετάβασης και της ατζέντας του 2030 είναι «να μην μείνει κανείς πίσω». Ήρθε η ώρα να μας εξηγήσει η κυβέρνηση πώς θα υπηρετήσει αυτή τη βασική αρχή, πώς θα δουλέψει για τον πολίτη που απαξιώνει να συναντήσει, να του δώσει φωνή και να τον λάβει υπόψη της ώστε να πάμε όλοι μαζί μπροστά.
*Άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Comments